- κουρσός
- κουρσός, ο και κουρσό, τοεπιδρομή εναντίον εχθρικής χώρας και λεηλασία της, πειρατεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κούρσος — το (Μ κοῡρσος και κρούσος και κοῡρσον, τὸ, και κοῡρσος, ὁ) 1. ληστρική επιδρομή, λεηλασία 2. πολεμική λεία, λάφυρο μσν. 1. ληστρική συμμορία 2. αρπαγή 3. φρ. «βάνω κοῡρσος» λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cursus] … Dictionary of Greek
Cours (Byzantine general) — Map of the Roman Persian frontier, where Cours spent his military career Cours or Curs (Greek: Κούρς or Κοῦρσος) was an East Roman (Byzantine) general of the 6th century. He is recorded as being a Scythian , which in effect implies most probably… … Wikipedia
κουρσάρος — Βλ. λ. πειρατεία (πολεμική). * * * και κορσάρος, ο (Μ κουρσάρος και κρουσάρος) 1. πειρατής, ληστής 2. καταδρομέας, ο οποίος εξουσιοδοτούνταν από τον βασιλιά να προσβάλλει εχθρικά εμπορικά πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corsaro < μσν. λατ.… … Dictionary of Greek
κουρσάτωρ — κουρσάτωρ, ορος και κουρσάτορας και κουρσάτος, ὁ (Μ) έφιππος ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης αποσπάσματος που εκτελούσε αναγνωρίσεις και επιδρομές σε ξένη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούρσος (ΙΙ) + άτωρ] … Dictionary of Greek
κουρσεύω — (I) (Μ κουρσεύω) [κούρσος] 1. εκτελώ επιδρομή σε ξένη χώρα, κάνω ληστρική επιδρομή, λεηλατώ, λαφυραγωγώ νεοελλ. 1. (σχετικά με δένδρο) κατακόβω 2. καταστρέφω νεοελλ. μσν. κυριεύω, εκπορθώ μσν. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρσεμένος, η, ον… … Dictionary of Greek
κούρσο(ν) — κοῡρσο(ν), τὸ (Μ) βλ. κούρσος … Dictionary of Greek
λιθόκουρσος — λιθόκουρσος, τὸ (Μ) λιθοβόλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κοῦρσος «λεηλασία, αρπαγή»] … Dictionary of Greek